Και δεν αναφέρομαι μόνο στο τέλος του θανάτου. Εγωιστικά, θαρρούμε πως το τέλος είναι αποκλειστικά δικό μας πρόβλημα ή προνόμιο, άντε και ενός-δύο άλλων ειδών έμβιων όντων.
Κι όμως.
Όλα τελειώνουν. Κι όταν κάτι τελειώνει, λέμε πως παύει να υπάρχει. Κι όμως, το τέλος, χιλιετίες πριν τον Froyd, είχε την έννοια του σκοπού στην ελληνική. Τότε δεν είναι κάπως παράδοξο ο σκοπός όλης της ύπαρξης ενός όντος-οποιουδήποτε, όχι απαραίτητα έμβιου-να είναι να πάψει να υπάρχει;
Ίσως γιαυτό, αυτό που η λογική μας αδυνατεί να χωνέψει και η ψυχή μας να αποδεχτεί, που το ταπεινό μας μυαλό δεν μπορεί-κι όχι δεν θέλει-να καταλάβει, αυτό εδώ μας κάνει να πιστεύουμε σε μια μετά θάνατον-μετά τέλος- ύπαρξη (το να ισχυριστούμε πως είναι ζωή είναι ακόμα πιο οξύμωρο...).
Κι όμως, τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι απαραίτητα είτε λάθος είτε σωστό. Μπορεί η λογική μας να έχει δίκιο-πόσες φορές μας έχει απογοητεύσει στην ορθή ανάλυση όσων μας αποτελούν και μας περιβάλλουν; Ειδικά όταν συνδυάζεται με το συναίσθημα-το συναίσθημα συγκεκριμένα κυρίως της ελπίδας και της απελπισίας που μας υπαγορεύει πως δεν τελειώνουμε με το τέλος μας.
Ομοίως, θα μπορούσε να πει κάποιος, και για τα λοιπά. Άρα, τί γίνεται όταν τελειώνει ο καφές που πίνω ή το ποτήρι με το κρασί μου αδειάζει, τί γίνεται όταν κάθε στιγμή μου τελειώνει ή όταν ένας έρωτας ή μια αγάπη δεν είναι πια εκεί; Τί μένει πίσω και τί προχωράει;
Γαμώτο, το μυαλό μου μού παίζει πάλι παιχνιδάκια... Είναι το υπόλειμμα που παραμένει και η ουσία που συνεχίζει ή το αντίθετο; Κι αν εκεί που αγαπούσα κάποιον μείνει μονάχα μια αίσθηση υποχρέωσης, προστατευτικότητας και ενδιαφέροντος χωρίς ίχνος τρυφερότητας ή πάθους ή έστω αφοσίωσης, τότε τί είναι αυτό το κατακάθι των όσων πόνεσα πολύ για να νιώσω και να αποβάλλω; Άραγε είναι ένα φαιδρό υπόλειμμα των όσων κάποτε τα συναπάρτιζαν, μια σκιά των όσων κάποτε με γέμιζαν τόσο ώστε να με τρελαίνουν, μία ανόητη μισοαντανάκλαση στη γωνία του σπασμένου καθρέφτη , μια ενοχλητική και άχρηστη συνήθεια που πρέπει να αποβληθεί; Ή ίσως, ήταν αυτό που πάντα υπήρχε στο βάθος όλης αυτής της τρέλας, το καθαρό κομμάτι της αναπόσπαστης ραχοκοκκαλιάς της αλήθειας της, η ουσία που πάντα έδινε νόημα και ζωή σε ό,τι την συνόδευε;
Τελικά, ποιό είναι το τέλος; Και τί είναι;
Ουφ, το κρασί θα φταίει που ασχολούμαι με αυτό τώρα... Και ίσως εκείνο το μεταβατικό στάδιο, που δεν μου λέει αν ερωτεύτηκα ή αν πίστεψα πως το έκανα, αν είμαι ακόμα ερωτευμένος ή αν θέλω να πιστεύω πως είμαι, αν αγάπησα ή αν αγαπώ ή αν θέλω τόσο να το έχω κάνει και να το κάνω που απλώς βαυκαλίζομαι με την ιδέα πως είναι αλήθεια και κομμάτι και αυτής της ιστορίας (μου).
Δεν ξέρω. Γιατί σε αναζήτησα καιρό στην σκέψη μου, σε σχημάτιζα, σε έπλαθα κομμάτι το κομμάτι, σου έδινα στάλα-στάλα το αίμα της φαντασίας μου για τις ονειρικές σου φλέβες. Κι όμως, όταν πήρες σάρκα και οστά, όταν οι ελπίδες μου επαληθεύτηκαν και οι φόβοι μου σχεδόν διαψεύστηκαν, με χτύπησες καταπρόσωπο όπως μόνο κάτι το υλικό και λογικό θα μπορούσε. Η διαφορά, υποθέτω, είναι σε εκείνο το "σχεδόν" που-σχεδόν-ασυναίσθητα πρόσθεσα στην προηγούμενη πρόταση. Γιατί η φόβοι της υλοποίησης των ονείρων ποτέ δεν διαψεύδονται πλήρως. Κι ενώ το ήξερα, επέλεξα να το παραβλέψω.
Και να'μαι τώρα, να μαζεύω κομμάτια, να προσπαθώ να με πείσω πως το τέλος δεν είναι παρά μια καινούργια αρχή και πως δεν έχει σημασία που σε έχασα ενώ σε βρήκα, πως το μόνο που έχω να κάνω είναι να πλάσω αλλιώς το όνειρό μου ή να μηχανευτώ ένα καινούργιο και να το ψάξω και πάλι από την αρχή. Και συ να με κοροϊδεύεις, να παίζεις με τον πόνο μου, να ενδιαφέρεσαι για το τί μπορείς να κάνεις για να αλαφρύνεις το βάρος του σταυρού μου ενώ ξέρεις πως το μόνο που μπορείς να κάνεις-και μόνον εσύ-είναι το μόνο που δεν θα κάνεις, να μου δίνεις κουράγιο ξέροντας ότι σε λίγο θα το στραγγίξεις και πάλι μέχρι να μην μείνει τίποτα. Αλήθεια, είναι αυτό ειλικρινές ενδιαφέρον και ενοχές για ό,τι προκάλεσες συνδυασμένες με μια εξόχως παράξενη για τα δεδομένα σου έλλειψη τακτ και αντίληψης; Ή μήπως μια ενδόμυχη, εγωιστική, έξυπνη και σαδιστική ικανοποίηση να με βλέπεις να υποφέρω
ακόμα παραπάνω εξ αιτίας σου και για σένα;
Δεν ξέρω πια τί να υποθέσω. Ίσως, μαντεύω, είσαι τόσο επικίνδυνη όσο όλα τα όνειρα-άπιαστη και ανέφικτη, ουτοπική και μη συμβιβάσιμη. Ίσως η Ζωή σου να έχει να στόχο να έχει υποθηκευμένη πάντα την δική μου Ζωή. Δεν ξέρω.
Κι ίσως αυτό να το λένε ελεύθερη σκλαβιά, ίσως εξανδραποδιστική ελευθερία.
Δεν ξέρω, βαρέθηκα την ονοματοποιία.
Καληνύχτα. Για απόψε.