Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Τελολογικό Παραλήρημα

Καμιά φορά πιστεύω πως το τέλος είναι μόνο αυτό: το τέλος. Δεν υπάρχει μετά, δεν υπάρχει αύριο, δεν υπάρχει συναίσθημα ή αίσθηση ή χρόνος ή ύπαρξη μετά από αυτό.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στο τέλος του θανάτου. Εγωιστικά, θαρρούμε πως το τέλος είναι αποκλειστικά δικό μας πρόβλημα ή προνόμιο, άντε και ενός-δύο άλλων ειδών έμβιων όντων.
Κι όμως.

Όλα τελειώνουν. Κι όταν κάτι τελειώνει, λέμε πως παύει να υπάρχει. Κι όμως, το τέλος, χιλιετίες πριν τον Froyd, είχε την έννοια του σκοπού στην ελληνική. Τότε δεν είναι κάπως παράδοξο ο σκοπός όλης της ύπαρξης ενός όντος-οποιουδήποτε, όχι απαραίτητα έμβιου-να είναι να πάψει να υπάρχει;

Ίσως γιαυτό, αυτό που η λογική μας αδυνατεί να χωνέψει και η ψυχή μας να αποδεχτεί, που το ταπεινό μας μυαλό δεν μπορεί-κι όχι δεν θέλει-να καταλάβει, αυτό εδώ μας κάνει να πιστεύουμε σε μια μετά θάνατον-μετά τέλος- ύπαρξη (το να ισχυριστούμε πως είναι ζωή είναι ακόμα πιο οξύμωρο...).

Κι όμως, τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι απαραίτητα είτε λάθος είτε σωστό. Μπορεί η λογική μας να έχει δίκιο-πόσες φορές μας έχει απογοητεύσει στην ορθή ανάλυση όσων μας αποτελούν και μας περιβάλλουν; Ειδικά όταν συνδυάζεται με το συναίσθημα-το συναίσθημα συγκεκριμένα κυρίως της ελπίδας και της απελπισίας που μας υπαγορεύει πως δεν τελειώνουμε με το τέλος μας.

Ομοίως, θα μπορούσε να πει κάποιος, και για τα λοιπά. Άρα, τί γίνεται όταν τελειώνει ο καφές που πίνω ή το ποτήρι με το κρασί μου αδειάζει, τί γίνεται όταν κάθε στιγμή μου τελειώνει ή όταν ένας έρωτας ή μια αγάπη δεν είναι πια εκεί; Τί μένει πίσω και τί προχωράει;

Γαμώτο, το μυαλό μου μού παίζει πάλι παιχνιδάκια... Είναι το υπόλειμμα που παραμένει και η ουσία που συνεχίζει ή το αντίθετο; Κι αν εκεί που αγαπούσα κάποιον μείνει μονάχα μια αίσθηση υποχρέωσης, προστατευτικότητας και ενδιαφέροντος χωρίς ίχνος τρυφερότητας ή πάθους ή έστω αφοσίωσης, τότε τί είναι αυτό το κατακάθι των όσων πόνεσα πολύ για να νιώσω και να αποβάλλω; Άραγε είναι ένα φαιδρό υπόλειμμα των όσων κάποτε τα συναπάρτιζαν, μια σκιά των όσων κάποτε με γέμιζαν τόσο ώστε να με τρελαίνουν, μία ανόητη μισοαντανάκλαση στη γωνία του σπασμένου καθρέφτη , μια ενοχλητική και άχρηστη συνήθεια που πρέπει να αποβληθεί; Ή ίσως, ήταν αυτό που πάντα υπήρχε στο βάθος όλης αυτής της τρέλας, το καθαρό κομμάτι της αναπόσπαστης ραχοκοκκαλιάς της αλήθειας της, η ουσία που πάντα έδινε νόημα και ζωή σε ό,τι την συνόδευε;

Τελικά, ποιό είναι το τέλος; Και τί είναι;

Ουφ, το κρασί θα φταίει που ασχολούμαι με αυτό τώρα... Και ίσως εκείνο το μεταβατικό στάδιο, που δεν μου λέει αν ερωτεύτηκα ή αν πίστεψα πως το έκανα, αν είμαι ακόμα ερωτευμένος ή αν θέλω να πιστεύω πως είμαι, αν αγάπησα ή αν αγαπώ ή αν θέλω τόσο να το έχω κάνει και να το κάνω που απλώς βαυκαλίζομαι με την ιδέα πως είναι αλήθεια και κομμάτι και αυτής της ιστορίας (μου).

Δεν ξέρω. Γιατί σε αναζήτησα καιρό στην σκέψη μου, σε σχημάτιζα, σε έπλαθα κομμάτι το κομμάτι, σου έδινα στάλα-στάλα το αίμα της φαντασίας μου για τις ονειρικές σου φλέβες. Κι όμως, όταν πήρες σάρκα και οστά, όταν οι ελπίδες μου επαληθεύτηκαν και οι φόβοι μου σχεδόν διαψεύστηκαν, με χτύπησες καταπρόσωπο όπως μόνο κάτι το υλικό και λογικό θα μπορούσε. Η διαφορά, υποθέτω, είναι σε εκείνο το "σχεδόν" που-σχεδόν-ασυναίσθητα πρόσθεσα στην προηγούμενη πρόταση. Γιατί η φόβοι της υλοποίησης των ονείρων ποτέ δεν διαψεύδονται πλήρως. Κι ενώ το ήξερα, επέλεξα να το παραβλέψω.

Και να'μαι τώρα, να μαζεύω κομμάτια, να προσπαθώ να με πείσω πως το τέλος δεν είναι παρά μια καινούργια αρχή και πως δεν έχει σημασία που σε έχασα ενώ σε βρήκα, πως το μόνο που έχω να κάνω είναι να πλάσω αλλιώς το όνειρό μου ή να μηχανευτώ ένα καινούργιο και να το ψάξω και πάλι από την αρχή. Και συ να με κοροϊδεύεις, να παίζεις με τον πόνο μου, να ενδιαφέρεσαι για το τί μπορείς να κάνεις για να αλαφρύνεις το βάρος του σταυρού μου ενώ ξέρεις πως το μόνο που μπορείς να κάνεις-και μόνον εσύ-είναι το μόνο που δεν θα κάνεις, να μου δίνεις κουράγιο ξέροντας ότι σε λίγο θα το στραγγίξεις και πάλι μέχρι να μην μείνει τίποτα. Αλήθεια, είναι αυτό ειλικρινές ενδιαφέρον και ενοχές για ό,τι προκάλεσες συνδυασμένες με μια εξόχως παράξενη για τα δεδομένα σου έλλειψη τακτ και αντίληψης; Ή μήπως μια ενδόμυχη, εγωιστική, έξυπνη και σαδιστική ικανοποίηση να με βλέπεις να υποφέρω
ακόμα παραπάνω εξ αιτίας σου και για σένα;

Δεν ξέρω πια τί να υποθέσω. Ίσως, μαντεύω, είσαι τόσο επικίνδυνη όσο όλα τα όνειρα-άπιαστη και ανέφικτη, ουτοπική και μη συμβιβάσιμη. Ίσως η Ζωή σου να έχει να στόχο να έχει υποθηκευμένη πάντα την δική μου Ζωή. Δεν ξέρω.

Κι ίσως αυτό να το λένε ελεύθερη σκλαβιά, ίσως εξανδραποδιστική ελευθερία.

Δεν ξέρω, βαρέθηκα την ονοματοποιία.

Καληνύχτα. Για απόψε.

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Όταν σημάνουν οι καμπάνες...





Τον ξαναχρησιμοποιήσα τούτον τον τίτλο; Δεν πειράζει...

Σε τούτην την γωνιά μου, την απόμερη, την σκοτεινή, την μύχια, έχω καιρό να καταφύγω... Πολλές οι συγκινήσεις του ονείρου, πολλά τα ερεθίσματα των αισθήσεων, ο κάματος του αγώνα, ο κουρνιαχτός των ατυχημάτων, τα κορίτσια του ήλιου...

Μόνο που έχω αρχίσει να πεθυμώ το κορίτσι της βροχής...

Αδελφούλα, σ' έχω χάσει! Αν το βλέπεις αυτό, στείλε μου νέα σου! Δεν ξέρω πως αισθάνεσαι, πως περνάς και τί κάνεις!

Αν και σου έχω εμπιστοσύνη... Άλλωστε, βρίσκεις εσύ το δρόμο σου και δεν χάνεσαι, γιαυτό σε θαυμάζω τώρα και πάντα... Είσαι βράχος, ακόμα κι αν κάποτε ήσουν μαλακό σίδερο που λύγιζε... Και σ' εκτιμώ απεριόριστα γιαυτό!

Όσο για τα άλλα... Οι ρυθμοί της καθημερινότητας, τόσο μεστοί, τόσο βάναυσοι, τόσο εξοντωτικοί, με απομακρύνουν με εκθετικά αυξανόμενη ταχύτητα από το παρελθόν μου, οδηγώντας με...

Που;

Μια ερώτηση για δυνατούς απαντητές. Δυστυχώς δεν είμαι ένας από αυτούς. Είμαι καλός στις ερωτήσεις και στην αναζήτηση των απαντήσεων, και όχι στις ίδιες τις απαντήσεις... Κι αυτό με δένει εδώ και με κρατά έναν δεσμευμένο ελεύθερο να ατενίζω την ελπίδα στο βάθος!

Ας είναι... Η κυρία αυτή, ακόμα κι αν πεθαίνει, πεθαίνει τελευταία, ίσως μαζί μας στο νεκροκρέβατο μας (ή όπου αλλού ξεκινήσουμε το επόμενο ταξίδι μας, εν πάσει περιπτώσει).
Και ίσως είναι προσμονή κι όχι απλά ελπίδα, ίσως να προαισθανόμαστε κι όχι απλά να ελπίζουμε, κι ίσως κάποτε να σημάνουν οι καμπάνες.

Κι όταν σημάνουν οι καμπάνες, χαρμόσυνα, άτακτα, εκκωφαντικά, θα αποτεφρωθεί ο κόσμος από την έκρηξη ενέργειας στην ίδια την βάση της ζωής!

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

For whom the bell tolls...

Για μένα μάλλον χτυπά η καμπάνα... Δεν ξέρω πώς θα έπρεπε να αισθάνομαι, δεν ξέρω τί αισθάνομαι και, το χειρότερο δεν είμαι σίγουρος αν και για ποια το αισθάνομαι. Πιθανά ονόματα; πολλά. Πιθανά συναισθήματα; επίσης. Δεν μπορώ όμως να κατονομάσω τίποτε από τα δύο με βεβαιότητα.

Νιώθω και πάλι χαμένος, νιώθω κουρασμένος, νιώθω ότι δεν έχω καμία διάθεση να ξαναερωτευτώ, να δώσω άλλη μια ευκαιρία σ' αυτό το κάτι που τόσες φορές με πλήγωσε και με απογοήτευσε... Κι όμως, πάντα η ελπίδα σιγοκαίει τα σπλάχνα μου, ξεπετάγεται από τις χαραμάδες του λογικού και της κοινωνικής ευπρέπειας, λάμπει στιγμιαία και χάνεται πάλι πίσω διωγμένη από το σκοτάδι των αναστολών. Γιατί αυτό το σκοτάδι φοβάται ότι μια μέρα το φως θα γίνει τόσο δυνατό και ισχυρό που οι χαραμάδες θα ραγίσουν, θα ανοίξουν κι άλλο, κι άλλο μέχρι το λογικό να σπάσει σε χίλια κομμάτια και η ελπίδα να ξεχυθεί ακράτητη προς τα έξω.

Έχω μάθει να περιμένω. Έχω μάθει να απογοητεύομαι. Αυτό που με τρομάζει όμως είναι το ότι δεν έχω μάθει να νικάω, να διαχειρίζομαι την νίκη και να απολαμβάνω ως εκ τούτου τα τρόπαια της...

Γιαυτό και φοβάμαι το κάθε μου βήμα, την κάθε μου λέξη. Γιαυτό και, παρά της χαραμάδες και τις μικρές του αδυναμίες, το τείχος της λογικής μου είναι πολύ ισχυρό για να πέσει εύκολα.

Αλλά πρέπει να πέσει. Και όσο το συντομότερο τόσο το καλύτερο...

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Το μίσος...

Πώς είναι να μισείς; Να μισείς με όλο σου το είναι, κάθε κύτταρο και μόριο ακόμα του κορμιού σου, κάθε στάλα της ψυχής σου, με τόση οργή και κακία να αναβλύζει από μέσα σου, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ακόμα είσαι κάτι ανθρώπινο ή έστω ανθρωποειδές;

Μιλώ συνέχεια για αγάπη, για έρωτα, για πόνο, αλλά σπάνια μιλώ για το μίσος. Κι όμως, είναι μία από τις μεγαλύτερες κινητήριες δυνάμεις της ανθρώπινης ιστορίας... Απόρροια κι αυτό ίσως του φόβου, αλλά και πάλι, κάτι το τρομερό, το συγκλονηστικό.

Όχι, μην καταφρονείτε το μίσος...

Γιατί το μίσος σπάει ατσάλι και λιώνει βουνά, θέτει το μυαλό σε λειτουργία, επινοεί τα πιο παράτολμα, γενναία και ευφυή σχέδια, διοχετεύει δημιουργικά αργά ή γρήγορα όσα αποθέματα σκέψης διαθέτει κάποιος...

Και αυτό νιώθω τον τελευταίο καιρό, όλο και συχνότερα. Καθαρό, κατάμαυρο, άσβεστο, αδυσώπητο, ανελέητο, αφοριστικό, απόλυτο, καταστρεπτικό μίσος. Μίσος προς νοοτροπίες και συμπεριφορές, και μίσος προς όσους ανθρώπους είτε τις συντηρούν, είτε υποφέρουν από αυτές κι όμως πιστεύουν ότι τους κάνουν ευτυχισμένους και γαντζώνονται πάνω τους, σαν τον Οδυσσέα στη σανίδα του.

Και με αφήνουν μόνο μου, "φωνή βοώντος εν τη ερήμω", να τους προειδοποιώ, να τους δίνω την απαραίτητη ώθηση για να ελευθερωθούν επιτέλους, κι αυτοί, μέσα στην νωθρότητα που τους παρέχει η ασφάλεια της συμόρφωσης στο απεχθές κατεστημένο της ζωής τους, όχι μόνο δεν κουνούν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι για να ξεφύγουν, αλλ' ίσα ίσα με αποπέρνουν και με απορρίπτουν, βολευόμενοι με ό,τι ταιριάζει στα στενόμυαλα πρότυπα της κοσμοθεωρίας τους.

Πώς μετά μια καθολική αγάπη να μη γίνει καθολικό μίσος; Πώς μία δύναμη άμυνας, υπομονής, αντοχής και ηρεμίας να μη γίνει δύναμη επίθεσης, καταστροφής, επινόησης και οργής;

Το μίσος αυτό είναι καλά θεμελιωμένο και δεν ξέρω πλέον αν τελικά πρέπει να το πολεμήσω ή να το αφήσω να αγκαλιάσει την ύπαρξή μου. Η καρδιά μου μου λέει να το πνίξω στα σκοτάδια από τα οποία ήρθε, αλλά η λογική μου μου λέει πως για να φύγουν αυτά τα σκοτάδια, αυτό είναι ένα από τα ισχυρότερα όπλα που μπορώ να χρησιμοποιήσω.

Δεν ξέρω πλέον. Δεν ξέρω τίποτα. Τυχερός είναι όποιος ποτέ του δεν αγάπησε...

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

"Τα 'χω μισήσει τα ολόχρυσα κλουβιά σας..."

Γιατί μου δημιουργείται όλο και περισσότερο η εντύπωση ότι οι άνθρωποι είναι γενικά μαζοχιστές που εθελοτυφλούν για κάποιον περίεργο λόγο;

Αναζητούν την αγάπη από εκεί που δεν θα την βρουν ποτέ, απορρίπτουν την αγάπη όταν τους προσφέρεται απλόχερα από πηγές που δεν συμβαδίζουν με τα ηλίθια πρότυπα τελειότητάς τους, δεν εκτιμούν το όμορφο και το γενναιόδωρο, ενώ γοητεύονται από το άσχημο και το εχθρικό.

Και έτσι σιγά-σιγά, όποιος μοιράζει απλόχερα στην αρχή την αγάπη και το ενδιαφέρον του, καταλήγει να κλείνεται, να απομακρύνεται, να ξεχνά πως είναι να αγαπιέσαι και να αγαπάς, και να θυμάται μόνο πως είναι να πονάς και να μισείς...

Γιατί να είμαστε γαμώτο τόσο περίεργα ανώμαλοι; Όλοι διατεινόμαστε ότι δουλεύουμε για την πάρτη μας, και τελικά μόνο αυτήν βλάπτουμε.

Δεν αντέχω άλλο, ούτε εμένα ούτε τους άλλους. Είναι ώρες που μισώ, με όση δύναμη μπορεί να κρύβει αυτή η λέξη, την υποκρισία των γύρω μου πρώτιστα, αλλά και τη δική μου. Και το μίσος είναι απύθμενο, κραταίο, συνοδευμένο πάντα από σιωπηρή-συνήθως-λύσσα και ανείπωτη λύπη... Σε τέτοιο βαθμό που θέλω να τα κάνω όλα λίμπα και να ξεσπάσω σε κλάμα μέχρι εξαντλήσεως ταυτόχρονα...

Δεν ξέρω. Δεν ξέρω...

Απλά βαρέθηκα να προσπαθώ να πάω κόντρα στο παιχνίδι της υποκρισίας και της ανοησίας των άλλων, να γίνομαι ενοχλητικός που τους υποδεικνύω τα λάθη και τα ψεγάδια τους, και γιαυτό να απομονώνομαι από όλους. Έτσι μου έρχεται να πάω να πνιγώ για να γλυτώσω και να αφήσω τους άλλους να πνιγούν... Γιατί τελικά το αξίζουν.

Και όλα αυτά είναι δηλητήριο, που πρέπει να το βγάλω, και να φροντίσω να βγει έτσι ανώδυνα, γιατί αν το κρατήσω και αφήσω την κύστη του να σπάσει και να χυθεί, τότε πολλούς θα πάρει και θα κουτρουβαλιάσει ο διάολος...

Τέλος πάντων. Ας πούμε προς το παρόν, όσο από αυτό το δηλητήριο έπρεπε να βγει βγήκε. Δεν σημαίνει πως γιατρεύτηκα βέβαια, αλλά δεν θα πληγώσω και κανέναν άλλον. Και δεν βρίσκω καλύτερο τρόπο να κλείσω παρά με τους στίχους του αγαπημένου μου τραγουδιστή:

"Τα 'χω μισήσει τα ολόχρυσα κλουβιά σας
μ'ακολουθούνε σ' όποιο μέρος και να πάω
να 'χετε υπ' όψιν σας, μια μέρα θα σας φάω
όλους εσάς όπου κοιτάτε τη δουλειά σας..."

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

"Fast est ab hoste docere..."

Είναι δέον να μαθαίνεις από τον εχθρό σου.

Και ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας, παρά ο εαυτός μας;

Παρόλα αυτά, φαινόμαστε καμιά φορά απρόθυμοι να μάθουμε από τα λάθη μας, ίσως επειδή αρνούμαστε πεισματικά ότι ήταν λάθη. Έχουμε την ανόητη τάση να δίνουμε πάντα δίκιο στον Εαυτό μας, να αγνοούμε τους άλλους και να μην αναγνωρίζουμε ότι σφάλαμε, διαιωνίζοντας έτσι μια συμεριφορά κι έναν τρόπο δράσης που βαθιά μέσα μας ξέρουμε ότι είναι από αναποτελεσματικός μέχρι (αυτο)καταστροφικός.

Δεν γεννιόμαστε, ούτε γινόμαστε αλάνθαστοι. Αλλά είναι δύσκολο να το συνειδητοποιήσουμε, να το χωνέψουμε, να συλλάβουμε το πλήρες νόημα αυτής της αλήθειας, που μας ταλανίζει σαν γένος για αιώνες: πάντα θέλαμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάπου γύρω μας μια αυθεντία που θα έχει διαθέσιμες όλες τις σωστές απαντήσεις για όλα όσα μας περιβάλουν και διαδραματίζονται στην ζωή μας. Κι όταν πλέον αποδείχθηκε λογικά πως τέτοια αυθεντία ούτε καν μπορούσε να εννοηθεί, είτε μείναμε προσκολημμένοι στις παλαιές μας πεποιθήσεις αγνοόντας την αλήθεια, είτε στραφήκαμε μέσα μας για να βρούμε εκεί την ζητούμενη αυθεντία.

Η πρώτη προαναφερθείσα αντίδραση είναι λάθος για πολλούς προφανείς λόγους, τους οποίους - θέλω να πιστεύω τουλάχιστον - ότι τους κατανοήτε. Η δεύτερη όμως είναι ταυτόχρονα καρπός της ορθότητας και του παραστρατήματος.

Γιατί όντως η απόλυτη αυθεντία της ζωής μας είναι μέσα μας, στην ψυχή μας. Αυτή έχει όλους τους δρόμους που πρέπει να βαδίσουμε, και όλους τους προορισμούς που πρέπει να αναζητήσουμε. Κατέχει και τις σωστές ερωτήσεις, και τις σωστές απαντήσεις σε αυτές. Γιατί τελικά, το μόνο το οποίο μπορεί να υπαγορεύσει σε ένα σκεπτόμενο άτομο το τί θα κάνει και τί θα απογίνει είναι ο εαυτός του, γιατί ακόμα και το να ακολουθεί κανείς τις επιρροές των άλλων είναι θέμα του χαρακτήρα του και της διαμόρφωσής αυτού.

Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η συνταγή λειτουργεί μόνο για εμάς τους ίδιους, και για κανέναν άλλον. Μπορεί βέβαια να υπάρξει ένα σταθερό σύστημα αξιολόγησης για τους χαρακτήρες ολονών μας, το οποίο ουδεμία σχέση έχει με τις κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες της περιόδου στην οποία κάποιος έζησε και έδρασε. Κι αυτό είναι και το μοναδικό κρητήριο που χρησιμοποιεί και η ίδια η φύση: ποιός από εμάς κατάφερε ή καταφέρνει, και σε ποιο βαθμό, να φανεί χρήσιμος για την ευρύτερη κοινωνία των συνανθρώπων του, θέτοντας το λιθαράκι του πάνω στον ιερότατο καθεδρικό της ανθρώπινης προόδου. Πάραυτα όμως, κανείς μα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του και κατά συνέπεια το χαρακτήρα του τέλειο και καλύτερο από όλους, γιατί είναι αλήθεια ότι όλοι μας έχουμε τουλάχιστον ένα (και τις περισσότερες φορές πολλά παραπάνω), ανεπαίσθητο ή μη, ψεγάδι στην σύνθεση μας αυτή που λέγεται "εγώ".

Και γιαυτό ακριβώς, ο εαυτός μας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μας. Πρέπει να μάθουμε να μην υποπέφτουμε στα λάθη εκείνα στα οποία μας παρασύρει, να αντλούμε τα διδάγματα κάθε εμπειρίας και να αγωνιζόμαστε αδιάκοπα για την προσωπική μας βελτίωση, χωρίς ποτέ μα ποτέ να εφησυχάσουμε λέγοντας ότι είμαστε ικανοποιημένοι, πόσο μάλλον τέλειοι.

Είναι κάτι που έχει γίνει αντιληπτό από τους φιλοσόφους εδώ και εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες χρόνια, και πιστεύω πως και τα παραπάνω είχαν κατά νου οι Λατίνοι όταν έβγαζαν μέσα από τη σοφία τους το τόσο χρήσιμο, περιεκτικό και αξιοσημείωτο ρητό τους:


"Fast est ab hoste docere..."

Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Ίσως έχεις δίκιο. Ίσως δεν ήτανε γραφτό...

Ίσως έχεις δίκιο αγάπη μου. Ίσως δεν ωφελούσε σε τίποτα το όνειρό μας. Ανήκουμε σε κόσμους διαφορετικούς. Έχω μάθει να σκέφτομαι εκτός πλαισίων, κι εσύ εντός. Έχω μάθει να φτιάχνω τους κανόνες μου, εσύ έχεις μάθει να υπακούς στους κανόνες που φτιάχνουν και έφτιαξαν άλλοι για σένα.

Και παρόλο που οι αξίες μας είναι οι ίδιες, επειμένεις να τους δίνεις συγκεκριμένο χρώμα και να μην τις βλέπεις σαν ένα κοινό πανανθρώπινο πλαίσιο συνεννόησης. Και έτσι, σε έχασα για μια ιδέα, ένα ακαθόριστο και αόριστο Θεό εκφρασμένο μέσα από ένα σύνολο κανόνων συντεταγμένο 1400 χρόνια πριν. Αυτό σε γεμίζει τόσο, που δεν μπορείς να κάνεις ούτε μια υποχώρηση, ούτε ένα βήμα πίσω, ώστε να προχωρήσεις την πραγμάτωση του ονείρου που τριβέλιζε τα μυαλά μας τόσον καιρό. Δε σου ζήτησα θυσίες. Αλλά παρόλα αυτά εσύ επέλεξες να παραιτηθείς, και δεν απαρνήθηκες την σκλαβιά που σε κρατάει δέσμια για την ελευθερία που σου προσφέρει το όνειρό μου. Κι ενόσω λες ότι προτιμάς να μην είσαι σκλάβα, αρνείσαι να δεις το προφανές και λες ότι αυτό που σε σκλαβώνει σου αρέσει. Στη Δύση θα το λέγαμε ίσως σύνδρομο της Στοκχόλμης. Αλλά εσύ είσαι στην Ανατολή, και κει υποθέτω πως αυτό είναι το φυσιολογικό.

Όμως δεν θα πω τίποτε άλλο. Με χώρησες, μα δε σου κρατώ κακία. Μου έδωσες χαρά και ελπίδα, άσχετα εάν τα πήρες πίσω. Και παρόλο που το "Μακτούμπ" της φυλής σου δεν μας περιέλαβε στις λίστες του, και πρέπει να αδειάσω από τη μορφή σου τον θρόνο στην καρδιά μου, θα πάρεις την κορωνίδα στο χρονοντούλαπο όσων αγάπησα, ώστε να μην σε ξεχάσω ποτέ.

Μαασαλάμαχ, αγάπη μου...